αγκυρίζω

αγκυρίζω
(Α ἀγκυρίζω) [ἄγκυρα]
νεοελλ.
προσδένω άγκιστρο στο άκρο αλυσίδας, γαντζώνω, κοτσάρω
αρχ.
ρίχνω κάποιον κάτω, καταβάλλω, βάζω τρικλοποδιά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἀγκυρίσαι — ἀγκυρίζω hook aor inf act ἀγκυρίσαῑ , ἀγκυρίζω hook aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγκυρίζειν — ἀγκυρίζω hook pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άγκυρα — Προσάρτημα πλοίου και κάθε πλωτού μέσου, με δύο βραχίονες που καταλήγουν σε πτερύγια. Δένεται στη μια άκρη αλυσίδας ή σχοινιού και πιάνει στον βυθό, όπου αφήνεται να πέσει, συγκρατώντας έτσι το πλωτό μέσο, στο οποίο προσδένεται η άλλη άκρη της… …   Dictionary of Greek

  • αγκύρισμα — ἀγκύρισμα, το (Μ) [ἀγκυρίζω] χτύπημα κατά την πάλη …   Dictionary of Greek

  • ενάπτω — (AM ἐνάπτω) δένω, προσδένω, στερεώνω σε κάτι («εἰς δὲ τὸν περίδρομον ἐναπτέτω λίθον μακρὸν καὶ μέγαν», Ξεν.) νεοελλ. ναυτ. αγκιστρώνω έναν τρόχιλο με γάντζο σε σχοινί ή κρίκο, κν. αγκυρίζω, γαντζώνω, κοτσάρω αρχ. μέσ. περιβάλλομαι, καλύπτομαι με… …   Dictionary of Greek

  • ἀγκυρίσας — ἀγκυρίσᾱς , ἀγκυρίζω hook aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”